-
1 ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδειότης, ᾷτος, ἡ, die Tauglichkeit, Brauchbarkeit wozu, πρός τι, Plat. Legg. VI, 778 a; τῶν καιομένων ξύλων S. Emp. adv. phys. 1, 243, die Tauglichkeit zum Brennen. – Die erforderlichen Dinge, der Bedarf, σίτου καὶ βελῶν καὶ τῆς ἄλλης ἐπιτηδειότητος πρὸς πόλεμον ἐποιήσαντο παρασκετήν Pol. 2, 23, 11. – Bei Aristid. Freundlichkeit.
-
2 ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδειότης, ᾷτος, ἡ, die Tauglichkeit, Brauchbarkeit wozu; τῶν καιομένων ξύλων, die Tauglichkeit zum Brennen. Die erforderlichen Dinge, der Bedarf; Freundlichkeit
См. также в других словарях:
πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… … Dictionary of Greek